Καθισμένη στην άκρη του κρεββατιού τον κοίταζε να γυρνάει μέσα στο δωμάτιο και να μαζεύει τα πράγματά του. Κινήσεις άκρως μηχανικές, το βλέμμα κενό. Άγγιζε τη βαλίτσα του με τα ακροδάχτυλά της. Δεν ένοιωθε σχεδόν τίποτα πια, η θλίψη των τελευταίων ημερών είχε γίνει το μόνο συναίσθημα που μπορούσε να νιώσει. Το χειρότερο όλων όμως, ήταν αυτός ο κόμπος που είχε στο λαιμό και κάθε φορά που επιχειρούσε να καταπιεί, της γέμιζε το στόμα με πίκρα. Τις τελευταίες αυτές μέρες ένιωθε σαν να ζει μια εξωσωματική εμπειρία. Λες και είχε βγει από το σώμα της και όλα τα έβλεπε από ψηλά. Ένιωθε σαν υπνωτισμένη.
Τα συναισθήματα αυτού άγνωστα. Όσες φορές και να τον είχε ρωτήσει για το πως νιώθει, δεν της απαντούσε κάτι συγκεκριμένο. Λογικά ούτε αυτός ήξερε καλά καλά τι αισθάνεται. Το σίγουρο ήταν πως κι αυτός ένιωθε -αν όχι περισσότερο- εξίσου μουδιασμένος. Η αλήθεια είναι πως αυτή περίμενε να τον δει να καταρρέει, να σπάει, αλλά αντίθετα με τις προσδοκίες της έδειχνε ήρεμος μεν, αβέβαιος δε.
Παρόλη την ψυχική τρικυμία που βίωνε, δεν μιλούσε. Προσπαθούσε να τον βοηθήσει να φτιάξει τα πράγματά του. Οι λέξεις που αντάλλασαν λίγες και συγκεκριμένες: "Πήρες αυτό;" "Να μην ξεχάσεις το άλλο", "Μήπως αυτό να σου φαινόταν χρήσιμο;". Μέσα σε όλα τα άλλα, είχε και το άγχος να μην μείνει κάτι απαραίτητο έξω από την αποσκευή. Την ώρα που τον είδε να βάζει στη βαλίτσα ένα συγκεκριμένο ρούχο, ανατρίχιασε. Το κοίταξε με τόση απέχθεια... δεν ήθελε καν να το ακουμπήσει. Όταν τελικά μαζεύτηκαν όλα, το φερμουάρ έκλεισε και τα λουκέτα μπήκαν στη θέση τους.
Η βαλίτσα μπήκε με τη σειρά της στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το αεροδρόμιο. Η απόσταση μακρυνή αλλά τα λόγια λιγοστά. Κοίταζε το χώρο του αυτοκινήτου και μια σκέψη που πέρασε από το μυαλό της, της χαράκωσε την καρδιά "Και αν είναι η τελευταία φορά που μπαίνω εδώ μέσα;" Δεν εξωτερίκευσε τα συναισθήματά της. Δεν ήθελε να τον φορτίσει κι άλλο ψυχολογικά, έφταναν τα όσα ένιωθε ήδη. Το περίεργο ήταν πως καθόλη τη διαδρομή, δεν γύρισε μια φορά να τον κοιτάξει. Πίστευε πως μόλις αντίκρυζε το πρόσωπό του, θα ξέσπαγε σε κλάμματα. Τελικά είχε δίκιο... σε κάποια στιγμή που τον κοίταξε φευγαλέα, άρχισε να βουρκώνει και ο κόμπος έκανε περισσότερο αισθητή την παρουσία του στο λαιμό της. Αποφάσισε να επιβληθεί στον εαυτό της και το κατάφερε.
Φτάσανε στο αεροδρόμιο κάπου πενήντα λεπτά πριν την απογείωση. Μετά τις απαραίτητες διαδικασίες, καθίσανε στην αίθουσας αναμονής. Αυτός της ζήτησε να κάτσει στα πόδια του, να την πάρει αγκαλιά. Αυτή προσπάθησε να το αποφύγει -ώστε να μην λυγίσει μπροστά του, αλλά βλέποντας τον πόνο στα δικά του μάτια, δέχτηκε. Με το μπήκε στη γνώριμη αγκαλιά, βούρκωσε ξανά. Ήταν κάτι που πλέον δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Αυτός αποδείχτηκε πιο γενναίος. Μπορεί να βούρκωσε αλλά φρόντισε να την κάνει να χαμογελάσει, ώστε να της απαλύνει τον πόνο. Το γυρίσανε στο αστείο και έτσι αποφεύχθηκε (τουλάχιστον προς το παρόν) η καταιγίδα.
Εκεί που προσπαθούσαν να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα, ο πίνακας ανακοινώσεων άλλαξε το Check in σε Board. Εκείνος ήταν που το είδε πρώτος. "Πρέπει να φύγω. Άρχισε η επιβίβαση" Εκείνη δεν ήθελε να το πιστέψει. "Από τώρα;; Έχεις ακόμα τριάντα λεπτά μέχρι την απογείωση" αντέδρασε, θέλοντας να τον κρατήσει έστω και ένα λεπτό ακόμα δίπλα της, παρόλο που ήξερε ότι ουσιαστικά το ένα αυτό λεπτό δεν θα έκανε καμία διαφορά. Φτάνοντας στον έλεγχο των εισητηρίων, η ματιά της έπεσε στην υπάλληλο του ελέγχου. Μια γλυκειά κοπέλα περίμενε για να τσεκάρει τα εισητήρια των επιβατών που έφευγαν για το ταξίδι τους. "Πόσους αποχαιρετισμούς να έχει δει άραγε; Θα μπορούσε ίσως να καταλάβει εκ πρώτης όψεως, τα συναισθήματα του κάθε επιβάτη και των συνοδών του;;;"
Η ώρα του αποχαιρετισμού ήταν ό,τι χειρότερο. Την αγκάλιασε, φιλήθηκαν και τότε εκείνη γραπώνοντας το γιακά του μπουφάν του, λες και με αυτό τον τρόπο μπορούσε να τον κρατήσει, λύγισε. "Να προσέχεις" του είπε. "Μόνο αυτό... να προσέχεις". Τον φίλησε μια τελευταία (άραγε;;) φορά και αμέσως γύρισε την πλάτη της να μην τον δει που έφευγε. Πίστευε ότι αυτό θα της έδινε τη χαριστική βολή, θα της ξέσκιζε την καρδιά. Έκανε κλαίγοντας κάποια βήματα πιο εκεί, αλλά ήθελε να τον δει λίγο ακόμα. Σκούπισε τα μάτια της που τρέχανε και τον είδε να ετοιμάζεται να περάσει τον σωματικό έλεγχο. Φαινόταν τόσο ψύχραιμος και ήρεμος, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι αισθανόταν πραγματικά. Της έκανε φοβερή εντύπωση το γεγονός πως αυτός δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του. "Καλύτερα έτσι", σκέφτηκε. "Καποιος από τους δυο, πρέπει να είναι πιο δυνατός".
Όταν τον έχασε εντελώς πια από τα μάτια της, γύρισε την πλάτη της και άρχισε να κατευθύνεται προς την έξοδο του αεροδρομίου. Αν και πονούσε πολύ, ένιωθε ότι μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά της, κάτι που της ήταν αδύνατο στη θέα του. Στο δρόμο του γυρισμού, ένιωθε όλα αυτά που τόσες μέρες καλυπτόταν από το πέπλο της θλίψης, να την πνίγουν, να την κυριεύουν.
Κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού πίσω της, έκανε αυτό που καταπίεζε τόσες μέρες. Άφησε τους χειμάρρους των συναισθημάτων της ψυχής της να βρουν διέξοδο στα μάτια της... Αυτός ο απαίσιος κόμπος άρχισε επιτέλους να μικραίνει...